μηδεποσώς

μηδεποσώς
επίρρ. καθόλου («σπέρνου και δε θερίζουσι, τα οζά τωνε ψοφούσι, μα τα σημάδια τω θεών μηδεποσώς θωρούσι», Πανώρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδέ + επίρρ. ποσῶς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”